- κἀμός
- ἀ̱μός , ἁμός 1masc nom sgἐμός , ἐμόςminemasc nom sgἀμός , ἡμόςmasc nom sg (aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάμος — (I) κάμος, ὁ (Α) είδος μπίρας. (II) κάμος, ὁ (Α) είδος μέτρου, κάβος. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού κάβος (Ι)*] … Dictionary of Greek
κημός — ο (ΑΜ κημός, Α δωρ. τ. καμός) νεοελλ. σιδερένιο ημικυκλικό έλασμα που εφαρμόζεται στη μύτη τών ατίθασων αλόγων κατά την εξάσκηση τους μσν. καπίστρι αρχ. 1. φίμωτρο που τοποθετούσαν γύρω από το στόμα τού αλόγου για να μη δαγκώνει («εἰδέναι δὲ χρὴ… … Dictionary of Greek
Komos (Mythologie) — Komos (altgriechisch Κῶμος, dorisch Κᾶμος, latein Comus) ist in der griechischen Mythologie die Personifikation des dionysischen Festzugs Komos. Inhaltsverzeichnis 1 Darstellungen 2 Rezeption … Deutsch Wikipedia